ὁμαδεύω
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
(ὅμαδος) collect, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 328] versammeln, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰδεύω: (ὅμαδος) ἀθροίζω, κοινῶς μαζεύω, Ἡσύχ.· σωρεύω, «ὡμάδευσεν, ἐσώρευσεν» Σουΐδ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
Greek Monolingual
ὁμαδεύω (Α) όμαδος
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδ.) αθροίζω, σωρεύω.