ὑγρόφθαλμος
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ον, A with moist eyes, opp. σκληρόφθαλμος, Arist.PA 648a18, 658a3.
German (Pape)
[Seite 1172] feuchte, schwimmende, schmachtende Augen habend, Ggstz von σκληρόφθαλμος, Arist. partt. an. 2, 2, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὑγροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ ἰχθύων, ἀντίθετον τῷ σκληρόφθαλμος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 2, 8., 2. 13. ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ευκίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].
Russian (Dvoretsky)
ὑγρόφθαλμος: с влажными глазами (ἰχθύες Arst.).