ῥύσκομαι
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.
German (Pape)
[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.
Greek Monolingual
Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώ-σκομαι)].
Greek Monotonic
ῥύσκομαι: = ῥύομαι· ῥύσκευ, Επικ. βʹ ενικ. παρατ., σε Ομήρ. Ιλ.