σφακώδης
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ες, abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.