ὠμάδιος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus, A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠ. χοροί dances in his honour, IG14.2138. 2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4. II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn.D.1.34, 13.308, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῑσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].