ὠμάδιος
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus,
A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠμάδιοι χοροί dances in his honour, IG14.2138.
2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4.
II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn. D. 1.34, 13.308, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητάδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῖσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτάδιος)].
German (Pape)
1 auf der Schulter, auf den Schultern.
2 als Beiwort des Dionysos, = ὠμοφάγος, weil ihm auf Chios und Tenedos Menschen geopfert wurden, Orph. H. 29.5 und Porphyr.