νομομαθής

From LSJ
Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομομᾰθής Medium diacritics: νομομαθής Low diacritics: νομομαθής Capitals: ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: nomomathḗs Transliteration B: nomomathēs Transliteration C: nomomathis Beta Code: nomomaqh/s

English (LSJ)

ές, = νομοΐστωρ (learned in the laws), Hsch. s.v. νομοΐστορες, Gloss.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νομομαθής, -ές)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματο-μαθής].