εὐθηλήμων
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = εὐθηλής (well-nurtured, thriving, goodly), μόσχος AP 6.263 (Leon.).
Russian (Dvoretsky)
εὐθηλήμων: 2, gen. ονος хорошо вскормленный, упитанный (μόσχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθηλήμων: -ον, σπάν. τύπος τοῦ ἑπομ., μόσχος Ἀνθ. Π. 6. 623.
Greek Monolingual
εὐθηλήμων, -ον (Α)
ο ευθηλής, ο ακμαίος («εὐθηλήμων μόσχος»).
Greek Monotonic
εὐθηλήμων: -ον, σπάνιος τύπος του επομ., σε Ανθ.