λαμπροειδής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ές,
A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.
German (Pape)
[Seite 12] ές, glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.