ζάφελος

From LSJ
Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάφελος Medium diacritics: ζάφελος Low diacritics: ζάφελος Capitals: ΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: záphelos Transliteration B: zaphelos Transliteration C: zafelos Beta Code: za/felos

English (LSJ)

ον, = ζαφελής.

Greek Monolingual

ζάφελος, -ον (Α)
ζαφελής, ορμητικόςπυρός ζαφέλοιο», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα- είναι αιολική μορφή του δια-].

German (Pape)

heftig, πῦρ, Nic. Al. 568, von Schneider aus mss. hergestellt, v.l. ζαφλεγός. S. ζαφλεγής und vgl. ἐπιζάφελος.