ζάφελος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, = ζαφελής.
Greek Monolingual
ζάφελος, -ον (Α)
ζαφελής, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα- είναι αιολική μορφή του δια-].
German (Pape)
heftig, πῦρ, Nic. Al. 568, von Schneider aus mss. hergestellt, v.l. ζαφλεγός. S. ζαφλεγής und vgl. ἐπιζάφελος.