πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: κλῶναξ | Medium diacritics: κλῶναξ | Low diacritics: κλώναξ | Capitals: ΚΛΩΝΑΞ |
Transliteration A: klō̂nax | Transliteration B: klōnax | Transliteration C: klonaks | Beta Code: klw=nac |
v. sub κλών.
[Seite 1458] ακος, ὁ, dim. zum Vorigen, Hesych.
κλῶναξ, ὁ (AM)
μικρός κλώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνν-αξ, σκύλ-αξ)].