ῥύπα
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
τά, heterocl. pl. of ῥύπος.
German (Pape)
[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.
Russian (Dvoretsky)
ῥύπα: (ῠ) τά грязь, нечистоты Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.
Greek Monotonic
ῥύπα: [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ῥύπος, ὁ.