ἄνδημα
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
poet. for ἀνάδημα.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνάδημα.
English (Slater)
ἄνδημα head band met. ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον.) fr. 179.
Spanish (DGE)
v. ἀνάδημα.
Russian (Dvoretsky)
ἄνδημα: ατος τό Pind. = ἀνάδημα.
English (Woodhouse)
(see also: ἀνάδημα) for the head