συγκλαρόω

From LSJ
Revision as of 13:14, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλαρόω Medium diacritics: συγκλαρόω Low diacritics: συγκλαρόω Capitals: ΣΥΓΚΛΑΡΟΩ
Transliteration A: synklaróō Transliteration B: synklaroō Transliteration C: synklaroo Beta Code: sugklaro/w

English (LSJ)

Doric for συγκληρόω.

Greek Monolingual

συγκληρόω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α σύγκληρος
1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῖν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.)
2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής
3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον
4. κάνω κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)
5. μέσ. συγκληροῦμαι, -όομαι
μετέχω σε κλήρωση.