κυμινοδόχη
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοδόχη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχη, κυσο-δόχη].