σχοινοβατία

From LSJ
Revision as of 00:10, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβατία Medium diacritics: σχοινοβατία Low diacritics: σχοινοβατία Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΙΑ
Transliteration A: schoinobatía Transliteration B: schoinobatia Transliteration C: schoinovatia Beta Code: sxoinobati/a

English (LSJ)

rope-dancing; v. σχοινοβατίη.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α
βλ. σχοινοβασία.