στεφανωτίς
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
v. στεφανωτρίς.
German (Pape)
[Seite 940] ίδος, ἡ, = Folgdm, Theophr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
στεφανωτρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. -τις (θηλ. του -της), πρβλ. λιβανωτίς].