βαμβακύζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
chatter with cold, Hippon. 17; — also βαμβαλύζω, Phryn. PS p. 54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist. Pr. 949a13.
Spanish (DGE)
(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. βαμβαίνω.
Greek Monolingual
βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βαμβᾰκύζω: Plut. = βαμβαίνω 1.