λεσβιάζω

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσβιάζω Medium diacritics: λεσβιάζω Low diacritics: λεσβιάζω Capitals: ΛΕΣΒΙΑΖΩ
Transliteration A: lesbiázō Transliteration B: lesbiazō Transliteration C: lesviazo Beta Code: lesbia/zw

English (LSJ)

do like the Lesbian women, Latin fellare, Ar. Ra. 1308, Luc. Pseudol. 28.

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῦσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.