δειλιάζω

From LSJ
Revision as of 18:25, 18 December 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]g" to "]] g")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλιάζω Medium diacritics: δειλιάζω Low diacritics: δειλιάζω Capitals: ΔΕΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: deiliázō Transliteration B: deiliazō Transliteration C: deiliazo Beta Code: deilia/zw

English (LSJ)

to be cowardly, cj. in Ancr. 85 P., λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H.

Spanish (DGE)

quedarse pasmado glos. a κατατεθήπειν Hsch.

Greek Monolingual

δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].