φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Full diacritics: κονταράτος | Medium diacritics: κονταράτος | Low diacritics: κονταράτος | Capitals: ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ |
Transliteration A: kontarátos | Transliteration B: kontaratos | Transliteration C: kontaratos | Beta Code: kontara/tos |
ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21.
-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελ-άτος, νυχ-άτος].