μακροκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 14:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκατάληκτος Medium diacritics: μακροκατάληκτος Low diacritics: μακροκατάληκτος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: makrokatálēktos Transliteration B: makrokatalēktos Transliteration C: makrokataliktos Beta Code: makrokata/lhktos

English (LSJ)

v. sub μακροκαταληκτέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].