διεκτετραίνω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
gloss on διεκπαίω, Hsch.; -τετρημένος v.l. for διατετρ-, Heliod. ap. Orib.49.23.15.
Spanish (DGE)
agujerear, horadar de parte a parte en v. pas. πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασιν Orib.49.24.15.