λαγοκύμινον
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
[ῠ], τό, a kind of cummin, = λαγώπους 2, v.l. in Ps.-Dsc.4.17.
German (Pape)
[Seite 3] τό, Hafenkümmel, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοκύμῑνον: τό, εἶδος κυμίνου, Γλωσσ.· παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 17, λαγωοῦ κ.