ἐναρίθμησις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
εως, ἡ, reckoning in, v.l. for ἐξ- in Sch.Nic.Th. 156.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, das Aufzählen, Schol. Nic. Th. 156.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
enumeración ἐ. τῶν ἀναλύσεων καὶ καύσεων Zos.Alch.128.20, τῶν ζῴων Sch.Nic.Th.156 (cód.).
Greek Monolingual
ἐναρίθμησις, η (Α)
αρίθμηση, υπολογισμός, λογαριασμός, συνυπολογισμός.