καταβατός

From LSJ
Revision as of 13:11, 24 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτός Medium diacritics: καταβατός Low diacritics: καταβατός Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: katabatós Transliteration B: katabatos Transliteration C: katavatos Beta Code: katabato/s

English (LSJ)

ή, όν,
A descending, steep, ὁδός Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.Antr.23; v. καταιβατός.
II καταβατόν, τό, = σελίς, Hdn.Epim.2, 122, cf. Hsch. s.v. σελίς.

German (Pape)

[Seite 1339] herabgehend, abschüssig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰτός: -ή, -όν, κατωφερής, ἀπόκρημνος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = σελίς, κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «σελίς· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.

Greek Monolingual

καταβατός, -ή, -όν (AM) καταβαίνω
μσν.
1. κατακόρυφος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
είδος καταρράκτη
αρχ.
1. κατηφορικός, απόκρημνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν
το κατεβατό.