ἀπόδουλος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ὁ, freedman, Suid. s.v. Ἀριστοφάνης.
German (Pape)
[Seite 301] von einem Sklaven abstammend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδουλος: ὁ, ἀπελεύθερος, Θεοφάνης σ. 356 κ. ἄλλοι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 descendiente de esclavos, Vit.Aesop.W.126.
2 liberto Sud.s.u. Ἀριστοφάνης.
Greek Monolingual
ἀπόδουλος, ο (AM)
εκείνος που έπαψε πια να είναι δούλος, ο απελεύθερος.