δασύπους

From LSJ
Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπους Medium diacritics: δασύπους Low diacritics: δασύπους Capitals: ΔΑΣΥΠΟΥΣ
Transliteration A: dasýpous Transliteration B: dasypous Transliteration C: dasypous Beta Code: dasu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, A rough-foot, hairy-footed, i.e. hare, Lepus timidus, Cratin.400, Alc.Com.17, Antiph.133.6, Arist.HA511a31, LXXLe.11.5, etc.; λαγωὸς δ. Babr. 69.1: prov., χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα = the tortoise shall outrun the hare, Suid. II in Plin., Prob. rabbit, Lepus cuniculus, HN 8.219, 10.173.

German (Pape)

[Seite 524] οδος, ὁ, der Rauchfuß, d. i. der Haase, Arist. H. A. öfter; Cratin. Poll. 5, 68 u. a. eom.; Ath. IX, 402 e; vgl. Plin. H. N. IX, 57, der den dasypus vom Hafen unterscheidet.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύπους: ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων πόδα, δηλ. λαγωός, Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. κόνικλος, Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
sorte de lièvre à pattes velues (lepus timidus), animal.
Étymologie: δασύς, πούς.

Spanish (DGE)

(δᾰσύπους) -ποδος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
zool.
1 liebre, Lepus timidus o Lepus europaeus Cratin.434, Alc.Com.17, Antiph.131.6, Nausicr.2, Arist.HA 511a31, IG 12(2).72.5 (Mitilene III/II a.C.), LXX Le.11.5, De.14.7, Plu.2.730a, 971a, Hsch., prov. πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα Sud.
2 prob. conejo, Oryctolagus cuniculus Plin.HN 8.219, 10.173.

Greek Monolingual

ο (AM δασύπους, -οδος)
όποιος έχει μαλλιαρά πόδια
νεοελλ.
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών δασυποδιδών
αρχ.
1. ο λαγός
2. (παροιμ. φρ. «χελώνη παραδραμείται δασύποδα» — η χελώνα θα ξεπεράσει τον λαγό.

Greek Monotonic

δᾰσύπους: -ποδος, αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια, δηλ. ο λαγός, σε Αριστ.· λαγωὸς ὁ δ., σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύπους: ποδος ὁ («мохноногий»):
1) заяц (Lepus timidus) Arst.;
2) кролик (Lepus cuniculus) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύπους -οδος, ὁ haas.

Middle Liddell


rough-foot, i. e. a hare, Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr.