προχόω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
collat. pres. of προχώννυμι, A pile in front, heap up, χῶμα Pl. Criti. 111b (nisi leg. προσχοῖ), cf. Aristid.1.128J.
German (Pape)
[Seite 800] = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.
Greek (Liddell-Scott)
προχόω: ἰσοδύναμος ἐνεστ. τοῦ προχώννυμι, ἐπισωρεύω ἐμπρός, χῶμα Πλάτ. Κριτί. 111Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 128.
Greek Monolingual
Α
συσσωρεύω χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χόω/χῶ «συσσωρεύω χώμα»].
Russian (Dvoretsky)
προχόω: нагромождать, насыпать, наносить (χῶμα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-χόω (doen) ophopen:. χῶμα... προχοῖ een aanslibbing vormen Plat. Criti. 111b.