σύγκραση
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
η / σύγκρασις -άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, -ήσεως, Α συγκεράννυμι
1. η ενέργεια του συγκεράννυμι, σύμμιξη, ανάμιξη
2. εκκλ. η ένωση με τον θεό
αρχ.
1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.)
2. αστρον. ο συνδυασμός τών επιδράσεων τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. α) «ὁ καιρὸς τῆς συγκράσεως» — η στιγμή κατά την οποία το έδεσμα δεν είναι ούτε πολύ θερμό ούτε πολύ ψυχρό (Αλεξ.)
β) «ἡ σύγκρασις τοῦ ἔτους» — εποχή, κλίμα του έτους (Διοσκ.)
γ) «ἡ εἰς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς σύγκρασις» — κράμα ολιγαρχίας και δημοκρατίας (Θουκ.).