ξυλώ
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
ξυλῶ, -όω (Α) ξύλον
1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο
2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)
3. παθ. ξυλοῦμαι, -όομαι
α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῦται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)
β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν ξύλο, αποκτώ ακαμψία ξύλου.