προσκεφάλαιο
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Greek Monolingual
το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ
προσκέφαλο, μαξιλάρι
νεοελλ.
τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο
αρχ.
1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος του σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῖς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ πάντα ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)
2. φρ. «προσκεφάλαιον βασιλικόν» — θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι του βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν πάντοτε πέντε χιλιάδες τάλαντα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός κεφαλαίῳ (< κεφάλαιον < κεφαλή), πρβλ. υποκεφάλαιον].