ὁσονοῦν
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Ion. ὁσονῶν, v. ὅσος 111.3, iv. 6; cf. ὁσοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσονοῦν: Ἰων. ὁσονῶν, ἴδε ὅσος ΙΙΙ. 3, ΙV. 6.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ὅσος.
Greek Monolingual
ὁσονοῦν και ιων. τ. ὁσονῶν (Α)
επίρρ. βλ. όσος.
Greek Monotonic
ὁσονοῦν: Ιων. ὁσον-ῶν, επίρρ., οσοδήποτε μικρός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁσονοῦν: ион. ὁσονῶν adv. хоть сколько-нибудь, хоть немного: εἰ ἐχιόνιζε καὶ ὁ. Her. если бы выпало хоть немного снега.