τειχιστής
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, builder, mason, wall builder, builder of walls, builder of fortifications, murarius, faber murarius, LXX 4 Ki.12.12(13); τῆς Τροίας Lib.Thes.2.2.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, der Mauern bau't, Befestigungswerke aufführt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τειχιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, τειχοδόμος, τειχοποιός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
ὁ, Α τειχίζω
αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.
β. «τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).