ουραίος

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (ΑΜ οὐραῖος, -α, και -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών»)
2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ουραίο
στρ. εξάρτημα του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην ουρά της κάννης και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί τμήμα του κλείστρου
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ οὐραῖος
η ουρά
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ oὐραī
α) η ουρά
β) (για ψάρι) το άκρο της ουράς
γ) το ακραίο τμήμα του κόκκυγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ oὐραīa
α) το τμήμα του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην περιοχή της ουράς τους
β) το ακραίο σημείο μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].
(II)
ο (Α οὐραῖος)
είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο βασιλίσκος.