τέρθρο

From LSJ
Revision as of 16:27, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

το / τέρθρον, ΝΑ
ναυτ. το εξώτατο άκρο του κέρατος του επιδρόμου, κν. σήμερα πινό του πικιού
αρχ.
1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.)
2. το τέρμα της ζωής, ο θάνατος
3. (για ασθένεια) κρίση
4. (για βουνό) η κορυφή
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «στέγη οικίας»
β) «τὸ ἄκρον τοῦ κέρως»
6. (κατά τον Πολυδ.) «τὸ τῶν παρωτίδων μέχρι κλειδῶν μέρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο), με επίθημα -θρον (πρβλ. βάρθρον). Η λ. με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής» (για τη σημ. της λ. βλ. και λ. τέρμα) χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος της ναυτικής ορολογίας].