Θύμβρις
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ιδος, ἡ, name of several rivers, esp. A the Tiber, AP9.352 (Leon. Alex.), D.P.352 sq.; cf. Θυβριάς.
Greek (Liddell-Scott)
Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ὄνομα ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. Θύβρις): - Θυμβριὰς ἢ Θυβριάς, άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε πάτριος ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ) :
1 le Tibre;
2 Thymbris, fl. ou pê mont. de Sicile.
Greek Monotonic
Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ο Τίβερης, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
Θύμβρις: ιδος ὁ
1) Тибр (река в Латии) Plut., Anth.;
2) Тимбрид (река в Сицилии) Theocr.