καταπλουτίζω

From LSJ
Revision as of 01:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλουτίζω Medium diacritics: καταπλουτίζω Low diacritics: καταπλουτίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΥΤΙΖΩ
Transliteration A: kataploutízō Transliteration B: kataploutizō Transliteration C: kataploutizo Beta Code: kataplouti/zw

English (LSJ)

enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.

German (Pape)

[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.

French (Bailly abrégé)

rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.

Greek Monolingual

(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.

Greek Monotonic

καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταπλουτίζω: (fut. καταπλουτιῶ) обогащать (τινά Her., Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πλουτίζω rijk maken.

Middle Liddell

fut. ιῶ
to enrich greatly, Hdt., Xen.