ξυλομιγής

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλομῐγής Medium diacritics: ξυλομιγής Low diacritics: ξυλομιγής Capitals: ΞΥΛΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: xylomigḗs Transliteration B: xylomigēs Transliteration C: ksylomigis Beta Code: culomigh/s

English (LSJ)

ές, A mixed with wood, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 281] ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλομιγής: -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.

Greek Monolingual

ξυλομιγής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μιγής (< θ. μιγτον μείγνυμι), πρβλ. αργυρομιγής.