πιτυρίας
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
(with or without ἄρτος), ὁ, bread made with bran, Poll. 6.72, Gal.6.481, etc.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρίας: (μετὰ τοῦ ἄρτος ἢ ἄνευ αὐτοῦ), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, πιτυρίτης ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς λέξις ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.