ἄϊδρις
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ι, gen. ιος and εος, poet. Adj. A unknowing, ignorant, Il.3.219, Pi.P.2.37; often c. gen., Od.10.282, Hes.Sc.410, A.Ag.1105, etc.; also ἄιδρος, ον, Alc.Oxy.1789Fr.6, Ion Trag.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἄϊδρις: ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. μετὰ γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα εἶναι φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιος ou εος;
ignorant.
Étymologie: ἀ, ἴδρις.
Spanish (DGE)
-ι
• Morfología: [gen. sg. -εος, pero -εως Eust.676.17, ac. plu. ἀίδριας Bucol.Fr.Pap.Vind.24]
ignorante, desconocedor ἀίδρεϊ φωτὶ ἐοικώς Il.3.219, ἀνήρ Pi.P.2.37, cf. Thgn.683, Hp.Ep.17.9, S.OC 548, Nic.Al.397, Aret.CA 1.10.20, Luc.Dom.17, νομῆες Bucol.Fr.l.c., c. ac. πάντα ignorante en todas las cosas S.Ai.911, pero más frec. c. gen. χώρου Od.10.282, Hes.Sc.410, μαντευμάτων A.A.1105, κακῶν A.Supp.453, ὁδῶν A.R.4.50, τῶν ἀποσχισίων Aret.CA 2.2.3.
Greek Monotonic
ἄϊδρις: -ι, γεν. -ιος και -εος (*εἴδω), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, αμαθής, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄϊδρις: gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий (φώς Hom.; ἀνήρ Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ ἦλθον Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄϊδρις -ι, gen. -ιος en -εος [ἀ-, ἴδρις onwetend, onnozel; met gen. onbekend met iets, die geen weet heeft van iets.
English (Woodhouse)
unversed in, ignorant of, unacquainted with, unaware of, unconscious of