παραλογιστής

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογιστής Medium diacritics: παραλογιστής Low diacritics: παραλογιστής Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: paralogistḗs Transliteration B: paralogistēs Transliteration C: paralogistis Beta Code: paralogisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who cheats by false reckoning, Arist.EE1232a14; or by false reasoning, δεινὸς ὁ τῦφος π. M.Ant.6.13, cf. Procl.Par.Ptol.225; cheat, Artem.4.57.

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, der durch falsche Rechnungen od. durch Trugschlüsse Betrügende, übh. der Betrüger, M. Anton. 6, 13 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν διὰ ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 4, 5· ἢ διὰ ψευδοῦς συλλογισμοῦ, Μ. Ἀντωνῖν. 6. 13, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225· - ἀπατεών, Ἀρτεμ. 4. 57.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α παραλογίζομαι
1. αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς
2. αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς
3. (γενικά) απατεώνας.

Russian (Dvoretsky)

παραλογιστής: οῦ ὁ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.