παραπλοκή

Revision as of 10:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A weaving in, τοῦ στήμονος EM498.9 : metaph., intertwining, τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ (i.e. of poetical quotations in Prose) Hermog.Id.2.4 (pl.). II intermingling, S.E.M.1.95; admixture, κενοῦ Erasistr. ap. Gal.4.475; ὑγροῦ Dsc.5.79; νάπυος Xenocr. ap. Orib. 2.58.146.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, das Einflechten, die Einmischung, bes. von Fremdartigem, Sext. Emp. adv. gramm. 94, auch χυμῶν, pyrrh. 1, 102; oft Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλοκή: ἡ, τὸ παραπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἐτυμολ. Μέγ. 498. 9· - πλοκή, τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ Ρήτορες (Walz) 3. 320. ΙΙ. σύμμιξις, ἕνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 95, Γαλην., κλ.· - μῖξις, ὑγροῦ Διοσκ. 5. 91, ἴδε Ἐπιφάν. 69. 55.

Greek Monolingual

ἡ, Α παραπλέκω
1. συνύφανση
2. ανάμιξη, ένωοη, ανακάτωμα («χυμῶν παραπλοκή», Σέξτ. Εμπ.)
3. μίξη
4. μτφ. παρεμβολή («τὰς παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ», Ερμογ.).

Russian (Dvoretsky)

παραπλοκή:
1) присоединение, примесь (χυμῶν τινων Sext.);
2) рит. вплетание (τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ).