ἔρεγμα

From LSJ
Revision as of 09:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεγμα Medium diacritics: ἔρεγμα Low diacritics: έρεγμα Capitals: ΕΡΕΓΜΑ
Transliteration A: éregma Transliteration B: eregma Transliteration C: eregma Beta Code: e)/regma

English (LSJ)

ατος, τό, bruised corn, Thphr.CP4.12.12 (pl.); φακῶν ἐρέγματα Erot.

German (Pape)

[Seite 1023] τό (ἐρείκω), im plur., Theophr., geschrotene Hülfenfrüchte.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεγμα: τό, (ἐρείκω), = ἔριγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.

Greek Monolingual

ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α)
τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το -ε- (αντί -ει-, έρειγμα)].