καπαῖος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
α, ον, A of the crib or manger, epithet of Zeus, Antiph.111.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάπην, φάτνην· ἴδε κάπη.
Greek Monolingual
καπαῖος, -α, -ον (Α)
(ως επίθ. του Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδρ-αίος, εχιδν-αίος)].