Γερήνιος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, Homeric epithet of Nestor, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, A from Gerena or Gerenon, a city of Messenia; ξεῖνος ἐὼν… παρ' ἱπποδάμοισι Γερήνοις Hes.Fr.15.3.
Greek (Liddell-Scott)
Γερήνιος: ὁ, Ὁμητ. ἐπίθ. τοῦ Νέστορος, Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ τῆς Γερηνίας ἢ τῶν Γερήνων, πόλεως τῆς Μεσσηνίας· ξεῖνος ἑὼν… παρ’ ἱπποδάμοισι Γερήνοις Ἡσ. Ἀποσπ. 22. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
originaire de Gérénos, ville de Messénie.
English (Autenrieth)
Gerenian, epithet of Nestor, from Gerenia in Laconia or Messenia; Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, also Νέστωρ... Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν, Od. 3.411, etc.
Spanish (DGE)
-α
• Alolema(s): Γερηνός Hes.Fr.35.8, St.Byz.s.u. Τάβαι; Γερηνεύς St.Byz.s.u. Γερηνία
gerenio ét. de Gerenia, esp. como epít. de Néstor, Il.2.336, Od.3.68, etc., Hes.Fr.35.7, E.IA 274, Str.8.3.7, 4.4, AP 7.678, Apollod.1.9.9, 2.7.3, St.Byz.ll.cc.
• Etimología: Quizá deriv. del n. de la ciu lesb. de Γέρην lo mismo que mic. ke-re-no.
Russian (Dvoretsky)
Γερήνιος: ὁ уроженец или житель Герена (эпитет Нестора) Hom., Hes., Eur.