γαβάθα
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek Monolingual
γαβάθα και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα)
ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ. σημιτ. ķabbat. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές (πρβλ. καλαβρ. gάvata, γαλλ. jatte «τσανάκα, γαβάθα», αρχ. άνω γερμ. gebita, gebiza «σερβίτσιο»). Τέλος για την τροπή του γκ- σε γ- και του -μπ- σε -β- πρβλ. γαζέλα αντί γκαζέλα, βόμβα αντί μπόμπα].