ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
ἐριδμαίνω (Α)
1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῖδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω
3. κινώ σε φιλονεικία
4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].