θεόπλοκος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
θεόπλοκον, = πρὸς θεοὺς προσπλεκόμενος, Cat.Cod.Astr.8(4).166.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott geflochten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπλοκος: -ον, θεόθεν πεπλεγμένος, σαγήνη Ἐκκλ.∙ θ. καὶ ἡδυφραδὲς εἰδύλλιον Νικήτ. Χρον. 70Α.
Greek Monolingual
θεόπλοκος, -ον (Μ)
ο κατασκευασμένος από θεό («θεόπλοκος σαγήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δυσ-έκ-πλοκος, περί-πλοκος].