θεόργητος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον,= θεομανής, Sch.A.Th.653. θεορέω, A v. θεωρέω.
German (Pape)
[Seite 1197] Erkl. von θεομανής, Schol. Aesch. Spt. 659.
Greek (Liddell-Scott)
θεόργητος: -ον, = θεομανής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 659.
Greek Monolingual
θεόργητος, -ον (Α)
θεομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όργητος (< -οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυόργητος, δυσόργητος].